Όσον αφορά τις εκάστοτε αμυντικές εξαρτύσεις των οπλιτών, θα ήταν μάλλον εκ των πραγμάτων δύσκολο να ανασυνθέσουμε την πλήρη εικόνα τους αν αναλογιστούμε τα 3500 έτη που έχουν παρέλθει από την περίοδο που οι πρώτες από αυτές κατασκευάστηκαν στον Ελλαδικό κόσμο, όπως φυσικά καταμαρτυρούν τα μέχρι σήμερα αρχαιολογικά ευρήματα. Λόγω λοιπόν του υπαρκτού γνωσιολογικού κενού στον τομέα αυτό, έχει δημιουργηθεί αναπόφευκτα μια ανεξέλεγκτη νεομυθολογία γύρω από τις πολεμικές εξαρτύσεις (πανοπλίες) της Ελληνικού Αρχαίου και Μεσαιωνικού κόσμου, που δυστυχώς ξεπερνά τα σημερινά στενά Ελληνικά γεωγραφικά σύνορα. Απουσία επαρκούς ακαδημαϊκής εποπτείας και λογικού ελέγχου, η ακμάζουσα αυτή παραφιλολογία οδηγεί πολύ συχνά σε εκτρωματικές καταστάσεις και στρεβλά συμπεράσματα. Οι διαστάσεις του γεγονότος αυτού εύκολα μπορούν να γίνουν άμεσα αντιληπτές αν παρακολουθήσουμε έστω και φευγαλέα τις Χολιγουντιανές και γενικότερα της πάσης φύσεως κινηματογραφικές παραγωγές (ταινίες ιστορικού περιεχομένου, ντοκιμαντέρ κλπ), των οποίων η θεματολογία διαπραγματεύεται το ομολογουμένως πάντοτε δημοφιλές «μάχεσθαι» της ελληνικής αρχαιότητας. Εκεί δυνάμεθα να δούμε ολοκάθαρα την έλλειψη κάποιας αρχαιολογικά εμπεριστατωμένης αναπαραγωγής της αρχετυπικής εικόνας ενός οπλίτη του Ελληνικού παρελθόντος , είτε αυτό αναφέρεται σε Μυκηναίο του 15ου π.Χ αιώνα, είτε σε οπλίτη του Μαραθώνα του 5ου π.Χ αιώνα είτε σε Ρωμιό ιππότη του 10 μ.Χ αιώνα. (Δυστυχώς όσον αφορά την τελευταία περίπτωση στο μυαλό του μέσου σημερινού Έλληνα στην – καλύτερη των περιπτώσεων – ο Βυζαντινός στρατιώτης ταυτίζεται με Λατίνο Παπικό Σταυροφόρο δηλ. με τον εκ Δύσεως ορμόμενο καταστροφέα του Ελληνικού Μεσαιωνικού κόσμου).

Προς επιβεβαίωση του παραπάνω γεγονότος δεν θα είναι υπερβολή να λεχθεί πως η εικόνα που έχει σήμερα ο μέσος Έλληνας για την μορφή ενός Σπαρτιάτη της εποχής των Περσικών Πολέμων έχει ταυτιστεί εν πολλοίς με τους ήρωες του πασίγνωστου graphic novel αρχικά και μετέπειτα ταινίας «300» του Frank Miller. Είναι σίγουρο πώς ούτε ο δημιουργός της ταινίας δεν μπορούσε να φανταστεί την αρνητική επίδραση που θα είχε το έργο του όσον αφορά την καθιέρωση λανθασμένων προτύπων, αναφορικά με την εικόνα των θρυλικών Σπαρτιατών οπλιτών της Κλασσικής Αρχαιότητας. Πως θα μπορούσε άλλωστε να φανταστεί πως μία οπτικοποιημένη νουβέλα θα διαστρέβλωνε τόσο έντονα την ιστορική όψη του Σπαρτιάτη οπλίτη στα μάτια των διψασμένων Ελλήνων θεατών αλλά και στο διεθνές κοινό. Η εμφάνιση του Σπαρτιάτη οπλίτη με τους υπερβολικά γυμνασμένους κοιλιακούς, την ασπίδα με το τεράστιο ανάγλυφο Λ στην πρόσοψη, το υποτιθέμενο Κορινθιακό κράνος με την εξαμβλωματική προμετωπίδα, το απευθείας βγαλμένο από έργα Κινεζικής επιστημονικής φαντασίας Σπαρτιάτικο σπαθί αλλά ακόμα και οι «μπαλετικές» κινήσεις των οπλιτών κατά την διάρκεια των μαχών είναι ολότελα λανθασμένα και δυστυχώς σήμερα όλα τα παραπάνω έχουν αναπαραχθεί σε κάθε έντυπο και ηλεκτρονικό μέσο με βαρύτητα επιστημονικού τεκμηρίου. Πόσο άραγε απέχει η εικόνα αυτή του κινηματογραφικού Σπαρτιάτη από την ιστορική πραγματικότητα! Μάλλον όχι και πάρα πολύ αν κρίνουμε από τα τουριστικά σουβενίρ στους δρόμους κάτω από την Ακρόπολη, τα οποία τα τελευταία έτη μιμούνται και αυτά πιστά τους «σλιπακοφόρους» Σπαρτιάτες του Zack Snyder. Το συμπέρασμα που καταλήγει κάποιος είναι πως λόγω αδυναμίας εσωτερικής πολιτισμικής παραγωγής οι σημερινοί Έλληνες για ακόμα μία φορά αποδέχονται και καταναλώνουν την εμβληματική εικόνα των προγόνων τους ως ακόμα ένα εισαγόμενο αγαθό προερχόμενο από την Δύση. Αντί λοιπόν η Ελλάδα να εξάγει και να επιβάλλει τα δικά της πολιτιστικά δυναμικά της πρότυπα στην διψασμένη για Ελληνική πολεμική ιστορία Δύση ( και κυρίως στο Hollywood) όπως π.χ συμβαίνει με την Ιαπωνία ποιεί ακριβώς το αντίθετο με το να υιοθετεί παθητικά και χωρίς αντίδραση ότι τις προσφέρεται μόνο και μόνο γιατί έχει την σφραγίδα του «εισαγόμενου» δηλ. του ποιοτικά ανώτερου.

Παραδόξως τα παραπάνω απογοητευτικά φαινόμενα δεν ισχύουν όσο αφορά τις κινηματογραφικές παραγωγές (ταινίες, ακαδημαϊκά ντοκιμαντέρ κλπ.) αναφορικά με την συγγενική και γειτνιάζουσα Ρωμαϊκή Αρχαιότητα. Εδώ η κινηματογραφική αλλά και η αρχαιολογική προσέγγιση είναι σε μεγάλο βαθμό επιστημονικά τεκμηριωμένη σε σύγκριση με τις επιπόλαιες απόπειρες αναπαράστασης της Ελληνικής Αρχαιότητας. Πολύ συχνά οι αναπαραστάσεις Ρωμαίων οπλιτών είναι τόσο άρτια δουλεμένες, σε αρκετές των περιπτώσεων καθίστανται δύσκολο ακόμα και για κάποιον κακοπροαίρετα ορμώμενο σχολαστικό αρχαιολόγο να ανακαλύψει κάποια ατέλεια στην εξάρτυση ενός τηλεοπτικού Ρωμαίου Λεγεωνάριου. Μάλιστα δεν είναι ασυνήθιστο το φαινόμενο οι ίδιοι οι Ακαδημαϊκοί (ιστορικοί και αρχαιολόγοι) που ενδιαιτώνται με τις πολεμικές Ρωμαϊκές εξαρτύσεις δίνοντας μία μεγαλύτερη δυναμική στις τηλεοπτικές εκπαιδευτικές τους δράσεις. Γίνεται αντιληπτό, πως στην τελευταία περίπτωση έχουν εξουδετερωθεί εκ των προτέρων τα περιθώρια για δράση του ανεξέλεγκτου φαντασιακού, γεγονός που δυστυχώς δεν ισχύει στην υπόθεση του Έλληνα οπλίτη της Ελληνικής διαχρονίας. Ίσως να φανεί υπερβολικό αλλά η τρέχουσα πραγματικότητα αποδεικνύει πως αναφορικά με την ιστορική αναπαράσταση των οπλιτών της ελληνικής ιστορίας πριν τον 15ο αιώνα μ.Χ όλα επιτρέπονται. Δεν φαίνεται να υπάρχει κάποιο ανάχωμα και φραγμός στις καλλιτεχνικές και κινηματογραφικές αποδόσεις. Μοιραία εκλείπει κάποια σοβαρή επίσημη αρχή που να είναι σε θέση να τις κρίνει με απώτερο σκοπό την περαιτέρω βελτίωση τους προς αποκατάσταση της Ιστορικής ακρίβειας. Προς χάριν του φευγαλέου εντυπωσιασμού και των πολυπόθητων «επαίνων του Δήμου και των Σοφιστών» η ιστορική και η επιστημονική ακρίβεια κατακρεουργείται βάναυσα.

Εύλογα προκύπτει το ερώτημα, ποιος είναι αυτός που φέρει ευθύνη για όλα τα παραπάνω. Ποιος είναι υπεύθυνος, όταν πρωτίστως, ο Έλληνας πολίτης και δευτερευόντως οι πολίτες των ξένων κρατών και πολιτισμών έχουν στην βέλτιστη των περιπτώσεων μία Χολιγουντιανή εικόνα για την ιστορική υπόσταση των θρυλικών Μαραθωνομάχων, των Σπαρτιατών του Λεωνίδα, και των Ομηρικών πολεμάρχων της Μυκηναϊκής περιόδου; Ποιος ο λόγος της απουσίας κάποιας επιστημονικής αρχής που να βάζει κάθε φορά τα πράγματα στην θέση τους και να αποσαφηνίζει τα σκοτεινά σημεία από αρχαιολογικής απόψεως ; Γιατί ο Ευρωπαίος, ο Ασιάτης ή ο Αμερικάνος τουρίστας που αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ελλάδα, θαμπωμένος από τις ένδοξες και επικές μάχες του Ελληνικού παρελθόντος που διδάσκεται στα σχολεία και πανεπιστήμια του, να ανακαλύπτει πολύ σύντομα με φρικώδη απογοήτευση, πως ούτε στο Μουσείο Μαραθώνα, ούτε και στο Μουσείο Θερμοπυλών, ούτε στο Πολεμικό Μουσείο Αθηνών, ούτε στο Μουσείο της Ακροπόλεως, ούτε στα Βυζαντινά Μουσεία Αθηνών, Θεσσαλονίκης, Ιωαννίνων, Υπάτης και Καστοριάς, ούτε στο Αρχαιολογικό Μουσείο των Αθηνών, ούτε στο πολύπαθο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης δεν δύναται να έρθει επιτέλους πρόσωπο με πρόσωπο με έναν Αρχαίο ή Μεσαιωνικό Έλληνα Οπλίτη ; Προς κατάδειξη της τραγικότητας που επικρατεί στον χώρο αυτό αξίζει να αναφερθεί πως στο θεωρητικά πιο εξειδικευμένο Μουσείο στα περί των πολεμικών πεπραγμένων της Ελληνικής Ιστορίας, το Πολεμικό Μουσείο Αθηνών, το μόνο πράγμα που δεν μπορεί να αντικρίσει ένας επισκέπτης είναι οπλίτες της προβιομηχανικής περιόδου του Ελληνισμού. Και μόνο αυτό το παράδειγμα, είναι ικανό να καταδείξει το μέγεθος της σύγχυσης και του ελλείμματος για να μην αναφερθούμε το Μουσείου του Μαραθώνα, στο οποίο δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να σχετίζεται με τους Μαραθωνομάχους, των ηρωικών οπλιτών της πιο διάσημης ίσως μάχης της ανθρώπινης ιστορίας. Οι πανοπλίες των Ελλήνων του 8ου-5ου π.Χ αιώνα, οι πιο θρυλικές πανοπλίες οπλιτών του πλανήτη, πιο ευκολοαναγνωρίσιμες ακόμα και από τον Παρθενώνα, μάλλον δεν μπορούν να βρουν μια θέση στην Αθήνα του 2014. Στην Αθήνα του 21ου αιώνα μπορούν να φιλοξενούνται μονάχα δύο Ιαπωνικές (Πολεμικό Μουσείο Αθηνών) και τρεις ημιτελείς Οθωμανικές πανοπλίες (Εθνικό Μουσείο Αθηνών. Μάλιστα σε μία από τις Οθωμανικές πανοπλίες τα προστατευτικά των μηρών-γονάτων έχουν τοποθετηθεί ως επωμίδες) . Από την άλλη, το επαρχιακό και απαρχαιωμένο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας παραμένει να επωμίζεται μόνο του αυτό το βαρύ φορτίο.

Το ελλειμματικό κοινοποιημένο υλικό, η γνωστή ραστώνη της εγχώριας επιστημονικής κοινότητας και δυστυχώς η αδυναμία των υπευθύνων αρχών για την σωστή ανάδειξη/διαχείριση του, δημιουργούν όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις ενός τεράστιου κενού που έρχεται να καλυφθεί με πλημμυρίδες ενθουσιώδους ερασιτεχνισμού, ερμηνευτικών παρεξηγήσεων, εγκληματικών διαστρεβλώσεων, ανυπέρβλητης κακογουστιάς και κραταιής αντι-επιστημοσύνης. Για επιβεβαίωση αρκεί κάποιος να απολαύσει την απαράδεκτη από κάθε άποψη αναπαράσταση του Σπαρτιάτη Οπλίτη στο νεόχτιστο και πολυτελές Μουσείο Θερμοπύλων. Οι υπεύθυνοι του Μουσείου κατόρθωσαν να αναστήσουν έναν Αρχαίο Σπαρτιάτη του Μiller χρησιμοποιώντας τουριστική εξάρτυση «Made in Monastiraki»! Η προσέγγιση αυτή καταδεικνύει περίτρανα για ακόμα μία φορά την τραγική επιπολαιότητα και αντιεπαγγελματισμό των όποιων εγχώριων υπεύθυνων αρχών. Θα πρέπει να φανταστούμε την απογοήτευση (αν όχι τους γέλωτες) των τουριστών που ταξιδεύουν εκατοντάδες χιλιάδες χιλιόμετρα ευελπιστώντας να δουν μπροστά τους έναν εντυπωσιακό ιστορικό Λεωνίδα ζωσμένο με πολλά κιλά μετάλλου.

Αυτό που επικρατεί στην αναπαράσταση των ηρωικών πολεμάρχων της Ελληνικής Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα κυμαίνεται από το « περίπου μέχρι στο απροσδιόριστο». Το γεγονός αυτό δημιουργεί αγεφύρωτα λογικά κενά δημιουργώντας σύγχυση στην διαδικασία σχηματισμού και ανάδυσης του «ταυτοποιοτικού Εγώ» του σημερινού Έλληνα. Τα κενά αυτά εδώ και δεκαετίες καλύπτονται μέσα από τις ταινίες του Χόλιγουντ.
Πολλοί ίσως να αναρωτηθούν ότι οι πανοπλίες στις μέρες μας είναι περιττές και υπερβολικά σκουριασμένες για να αξίζουν την όποια αρμόζουσα μεταχείριση από την Ελληνική πολιτεία. Η απάντηση στην παραπάνω επιπόλαια τοποθέτηση, είναι ότι χωρίς αυτές δεν θα υπήρχε σήμερα Ελληνική πολιτεία και για αυτό τον λόγο, οι πανοπλίες θα έπρεπε να θεωρούνται πολυδιάστατα αρχετυπικά σύμβολα Εθνικού εγωισμού και υπερηφάνειας, σύμβολα επίμονου αγώνα και μαχητικότητας. Οι θώρακες πρέπει να συνυπολογίζονται, μαζί με την Ελληνική γλώσσα και τα αρχιτεκτονικά μνημεία του παρελθόντος, ως τα ιερότερα κειμήλια του Ελληνικού πολιτισμού στο σύνολο του. Και αυτό διότι συνεισέφεραν στην υπεράσπιση, την διάδοση και διάσωση των άλλων δύο φορέων πολιτισμού για τουλάχιστον 30 αιώνες πριν ο κόσμος εισέλθει ανεπιστρεπτί στον αιώνα της πυρίτιδας και των μηχανών εσωτερικής καύσης. Δεν θα πρέπει να θεωρείται τυχαίο πως Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Ισπανία , Αγγλία, Γερμανία, Ιταλία Πολωνία και Γαλλία δίνουν τόσο μεγάλη βαρύτητα στις αντίστοιχες Μεσαιωνικές ατσάλινες πολεμικές εξαρτύσεις της ιστορίας τους δημιουργώντας με επιτυχία μία αίσθηση μεγαλείου και μοναδικότητας γύρω από αυτές. Αναμφίβολα οι Ευρωπαϊκές και Ιαπωνικές Μεσαιωνικές πανοπλίες είναι οι μεγάλοι πρωταγωνιστές στο χώρο του θεάματος με τις Ελληνικές να προσπαθούν να ανταγωνιστούν τα πλαστικά τουριστικά σουβενίρ του Μοναστηρακίου.

Τέλος, πολλοί είναι αυτοί που ψάχνουν να βρουν στους μαιάνδρους, στα γυμνά αγάλματα και στα κιονόκρανα της Αθηναϊκής και Ιωνικής τέχνης τα αναλίωτα σύμβολα του Ελληνισμού, παρακινούμενοι άθελα τους από την Αθηνοκεντρική ψευδομορφική θεώρηση της Ελληνικής Ιστορίας, που κυριάρχησε για πολύ ειδικούς λόγους δύο περίπου αιώνες πριν. Κατά τον γράφοντα, τα παραπάνω είχαν μονάχα περιορισμένη γεωγραφική και χρονική επιρροή, για να μην αναφερθεί το γεγονός πως πολύ συγγενικά αναπτύγματα παρατηρούνται και σε άλλους σύγχρονους ή προγενέστερους πολιτισμούς. Αν είναι να αναζητήσουμε ένα έμψυχο σύμβολο, που διατρέχει αδιάκοπτα την ιστορία του Ελληνικού Έθνους τα 3500 τουλάχιστον τελευταία έτη δεν είναι άλλο από την αρχετυπική εικόνα του οπλίτη, η οποία είναι παντού παρούσα και πάντοτε ανιχνεύσιμη στις διάφορες παραλλαγές της σε κάθε ιστορική περίοδο. Ψήγματά της βρίσκονται παντού, από τις τοιχογραφίες της Θήρας, τα Μέγαρα των Μυκηνών, τις ζωοφόρους και τις επιτύμβιες στήλες της Κλασικής Ελλάδος, στους Ελληνότροπους υβριδικούς πολεμιστές – Θεούς των Ελληνιστικών Βασιλείων, των Πτολεμαίων, των Σελευκιδών, της Μ.Ασίας, της Περσίας και της τέχνης της Γκαντάρα. Οι πολυάριθμες μορφές των Στρατιωτικών Αγίων της Ορθόδοξης Ελληνιστικής παράδοσης, που απαντώνται στην θρησκευτική και κοσμική τέχνη δεν είναι παρά η πιο πρόσφατη καλλιτεχνική εκδήλωση της διαχρονικής εγρήγορσης /επαγρύπνησης του Ελληνισμού για την υπεράσπιση των αξιών του διαμέσου των όπλων, όποτε οι καιροί το απαιτήσουν. Η πιο ισχυρή και διαχρονική ανθρωπολογική ταυτότητα που επέλεξε να εκθειάσει και να παράγει ανελλιπώς η Ελληνική τέχνη στην διαχρονία της δεν είναι παρά αυτή του ετοιμοπόλεμου Οπλίτη, του υπερασπιστή των Πόλεων Κρατών της μικρής κλίμακας και της μετέπειτα αχανούς Ελληνότροπης Οικουμένης.

Η μήτρα όλων των τεχνών είναι η τέχνη του πολέμου, διότι στερείται της πολυτέλειας να επιτρέπει λάθη, τα οποία αναπόφευκτα μεταφράζονται σε ανθρώπινες απώλειες και σε καταστροφικά δεινά. Οι Έλληνες μπροστά στην προοπτική του ένδοξου θανάτου στις αρένες του πολέμου, δεν αρκέστηκαν μονάχα στην χρηστική πλευρά των πανοπλιών τους αλλά φρόντισαν να μην παραλείπουν κάθε φορά να τις πλάθουν με γνώμονα το ιδεατό κάθε φορά κάλλος.

Δήμητριος Κατσίκης
Αθήνα, Μάιος 2014