Στο κέντρο της Παλαιοδιαθηκικής ιστορίας δεν συναντά κανείς παρά μόνο μία εμποτισμένη με αλύγιστο πείσμα προσπάθεια που επικεντρώνεται στην ανεύρεση της πολυπόθητης Γης της Επαγγελίας, της Γης που υποσχέθηκε ο Θεός στον εκλεκτό λαό του. Ο χρόνος λοιπόν κινείται μονοδιάστατα και ευθύγραμμα προς τα μπρος, από μια τωρινή δυσάρεστη κατάσταση προς μία τελική ευτυχής κατάληξη όπου η υπόσχεση του Θεού εν τέλει θα πραγματοποιηθεί στο έπακρον. Ο Αβραάμ όσο και ο Μωυσής γνωρίζουν πως οι περιπέτειες και οι περιπλανήσεις τους δεν είναι παρά μόνο παροδικά εμπόδια στην ακατάπαυστη προσπάθεια τους προς ένα τέλος, έχουν συνείδηση της γραμμικής πορείας τους στον χρόνο καθώς μέσα τους είναι πεπεισμένοι πως αργά η γρήγορα θα ανταμειφθούν. Επίσης ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι ότι η Βιβλική ιστορία, σε αντίθεση με αυτή των Ελλήνων, δεν είναι μία φυλετική ιστορία που λόγω των ιστορικών περιστάσεων κατέστη παγκόσμια, αλλά κατά ένα παράξενο τρόπο είναι εξαρχής Παγκόσμια. Περιλαμβάνει λοιπόν όλα εκείνα τα σημαντικά γεγονότα που διαμεσολάβησαν από την αρχή της Δημιουργίας του κόσμου μέχρι τον 5ο αιώνα π.Χ. Μία γραμμική, αδιάλειπτη, μοναδική και αδιαμφισβήτητη σειρά γεγονότων, μία χρονική συνιστώσα που παράγει μία Παγκόσμια ιστορική προοπτική απομακρυσμένη από τις κατά τόπους αποσπασματικές θεωρήσεις των ιστορικών αφηγήσεων. Όλα αυτά τα στοιχεία θα περάσουν αναπόδραστα στον Χριστιανισμό, επηρεάζοντας φυσικά την αντίληψη που θα αναπτύξει περί της ροής του χρόνου και του τελικού σκοπού της Ιστορίας.

Στην προχριστιανική εποχή αυτό που είχε ενδιαφέρον ήταν το «τώρα», το παρόν μίας και το μέλλον δεν είχε αλυσοδεθεί με τα τελολογικά δεσμά όπως θα λάβει χώρα με τους Χριστιανούς θεολόγους πολλούς αιώνες αργότερα. Η νεαρή Ελληνική Αρχαιότητα (7ος -4ος π.Χ αιώνας) γνώριζε την εξελικτική πρόοδο στην φιλοσοφία και στην τέχνη αλλά όχι στον χρόνο, μία παρατηρούμενη πρόοδο στην διαδοχή των πολιτευμάτων και των ιστορικών μεταπτώσεων δεν μπορούμε να πούμε και πάλι πως ήταν προδιαγραμμένη με βάση κάποιο Θεϊκό σχεδίο ούτε αναγκαστικά κυκλική. Υπό το πρίσμα αυτό η Οδύσσεια δεν γράφτηκε για να ολοκληρώσει την Ιλιάδα, εν ολίγοις δεν αποτελούσε απαραίτητα το αναμενόμενο συμπλήρωμα της που εξελίσσονταν σε μία αδιάσπαστη χρονική τροχιά. Τα δύο ποιήματα εξιστορούν δύο διαφορετικές αυτόνομες περιπέτειες, ενός λαού (των Αχαιών) και ενός προσώπου ( του Οδυσσέα), η όποια ταύτιση σκοπών μεταξύ των δύο αυτών έργων είναι συγκυριακή ενώ η κατάληξη τους δεν εμπλέκει μια συριακή διάσταση του χρόνου. Η έννοια της ιστορία για τους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολικής Μεσογείου δεν ήταν συνδεδεμένη με την διάσταση του χρόνου, αυτές οι δύο έννοιες δηλ. της Ιστορίας ως σειράς ανθρώπινων ενεργειών και του Χρόνου ως αυτόνομης διάστασης ποτέ δεν συναντήθηκαν. Μην δίνοντας σημασία στον Χρόνο είτε ως φιλοσοφική ιδέα είτε ως πρόβλημα προς περαιτέρω στοχασμό η Ιστορία δεν μπόρεσε να σταθεί ως κάτι αυτόνομο και για αυτόν τον λόγο δεν απέκτησε ποτέ θεωρητικό πλαίσιο. Η δυσκολία κατανόησης της Ιστορίας ως κάτι ξεχωριστό και ξεκομμένο από τον συγγραφέα δεν έκανε δυνατή την αντίληψη του Χρόνου με αποτέλεσμα ο όρος αυτός να παραμείνει απροσδιόριστος και ομιχλώδης. Αυτό που έκανε είναι να παραμείνει αρχικά ως μία επιλεκτική καταγραφή αξιομνημόνευτων πράξεων, μοναδικών, ανεπανάληπτων και μη προσχεδιασμένων, σώζοντας την μνήμη τους από την λήθη των επερχόμενων γενεών ενώ μετέπειτα στους Ελληνιστικούς χρόνους ( τέλη 4ου π.Χ και ύστερα ) να μεταλλαχθεί σε λόγιο έργο τέχνης ( Ελληνιστικό Λογοτεχνικό- αφήγημα). Η Αρχαιότητα ήταν ικανή να κατανοεί την κυκλικότητα των εποχών αλλά όχι των ιστορικών κύκλων όπως το αντιλαμβάνεται σήμερα η Ευρωπαϊκή Νεωτερικότητα. Ο Ηρόδοτος αγνοεί την κυκλικότητα του χρόνου και εκλαμβάνει τους Ελληνοπερσικούς Πολέμους ως ένα μοναδικό γεγονός που έλαβε χώρα μεταξύ Ελλήνων και Βαρβάρων, ένα σημαντικό γεγονός που άξιζε να καταγραφεί σε κάθε περίπτωση. Από την άλλη ο Θουκυδίδης επίσης απέχει πολύ από την σύλληψη της αιώνιας επιστροφής και σε καμία περίπτωση δεν καταγράφει τα γεγονότα υπό το πρίσμα του θανάτου και γεννήσεως, της ακμής και της παρακμής ενός πολιτισμού. Ο σοβαροφανής Πολύβιος ( 203–120 π.Χ ) θα εφαρμόσει εν μέρει την κυκλικότητα αλλά θα περιοριστεί μονάχα στην διαδοχή των συστημάτων διακυβέρνησης (βιβλίο VI, 51) αποφεύγοντας να επεκτείνει την ίδια συλλογιστική σε όλο το εύρος της ιστορία του. Εύλογα θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Ρώμη έγινε κυρίαρχη του κόσμου όχι λόγω κάποιας ιστορικής νομοτέλειας αλλά μονάχα λόγω της Τύχης. Οι Επικούριοι επίσης δεν θα προβούν σε καμία προπαγάνδα υπέρ της αιώνιας επιστροφής..« eadem sunt omnia simper…eadem tameon omnia restant..omnia si pergas vivendo vincere saecla» (Lucr.III, 945). Μην έχοντας λοιπόν φιλοσοφική αιτιολόγηση για την διάσταση του Χρόνου, το μέλλον φάνταζε απεριόριστο και αιώνιο, με απουσία σκοπού, καθώς ξέφευγε από τις εξουσιαστικές δικαιοδοσίες των παραδοσιακών Θεών και των Ιερέων. Ποτέ οι Θεοί δεν έθεσαν στους Έλληνες της Αρχαιότητας την προσταγή « θυμήσου» όπως έκανε ο Σημιτικός Γιαχβέ ( Δευτερονόμιο 7,18 & Έξοδος 32,13), η ενθύμηση του παρελθόντος για τους Έλληνες δεν έγινε ποτέ θρησκευτική – δογματική επιταγή και καθήκον όπως στους Εβραίους και προπαντός στους καταγραφείς Αιγυπτίους οι οποίοι στην ουσία ποτέ δεν κατόρθωσαν ως πολιτισμός να απαγκιστρωθούν από την τρομακτική βαρύτητα του Φαραωνικού τους παρελθόντος. Οι Έλληνες της Αρχαιότητας μάλλον αντιλαμβάνονταν την επενέργεια του Χρόνου με αρνητικό πρόσημο, ως κάτι που τους απομάκρυνε ακόμα περισσότερο από την εποχή που κυριαρχούσε το απαράμιλλο Χρυσό Γένος των Ανθρώπων. Είχαν την πεποίθηση ότι ακόμα και τον 5ο αιώνα π.Χ ήταν σε παρακμή συγκρίνοντας τους εαυτούς τους με τα επιτεύγματα του Χρυσού Γένους των Ανθρώπων ( υπονοώντας την Μυθοποιημένη εποχή του Μυκηναϊκού Πολιτισμού). Ο «Υπεράνθρωπος» των Ελλήνων δεν αναμένονταν να εμφανιστεί κάποια στιγμή στο μέλλον , είχε ήδη περπατήσει και δράσει στον τόπο αυτό με την μορφή του Αχιλλέα και δευτερευόντως με την μορφή των άλλων ηρώων και ημίθεων. Έτσι λοιπόν το μέλλον στο μυαλό των Ελλήνων της Αρχαιότητας φάνταζε στην καλύτερη περίπτωση πεσιμιστικό αφού η ευτυχέστερη περίοδος της ανθρωπότητας είχε ήδη περάσει ανεπιστρεπτί.

Για τον Αρχαίο κόσμο το παρόν ήταν το παν, η αίσθηση του παρόντος βιώνονταν ζωντανά και ενεργητικά, και έτσι όπως η αρχαία ιστορία έτσι και η παγανιστική λατρεία ήταν άχρονες, δεν γνώριζαν τελικό σκοπό όπως επίσης και την απουσία καλού ή κακού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα Μαντεία της Ελληνικής αρχαιότητας και των Ύστερων χρόνων, τα οποία ακόμα και στην περίοδο της παρακμής τους δεν κατάφερναν παρά να εξάγουν χρησμούς μικρής χρονικής προβλεπτικότητας, οι μαντικοί χρησμοί εξαργυρώνονταν κατά το πλείστον σε σύντομα χρονικά διαστήματα ενώ η γεωγραφική εμβέλεια τους είχε συνήθως τοπικό χαρακτήρα. Σε καμία καταγεγραμμένη περίπτωση δεν προέβλεψαν κάποια επικείμενη καταστροφή παγκοσμίων διαστάσεων όπως η Χριστιανική αποκαλυπτική γραμματεία έπραξε, ενώ από την άλλη δεν μπορούσαν να επηρεάσουν και να αλλάξουν το μέλλον- μοίρα ( γεγονός που οδήγησε στην σύλληψη και την γέννηση της Ελληνικής Τραγωδίας). Η επεμβατική τους δύναμη στον μέλλοντα ιστορικό χρόνο ήταν ελάχιστη και εξαντλούταν αναπόφευκτα από πολύ νωρίς. Οι Θεοί της Ελληνορωμαϊκής Αρχαιότητας ήταν στην πραγματικότητα ανίκανοι να δαμάσουν και να ανακόψουν την διαδρομή του Χρόνου, διότι ακόμα και οι ίδιοι όντας δημιουργήματα του υποτάσσονταν και περιορίζονταν από την εξουσία του. Κινούνταν στην ροή του όπως και οι ζωές των ανθρώπων, έτσι οποιαδήποτε απόπειρα αιχμαλώτισης και παραβίασης του θα φάνταζε αφύσικη και εξωπραγματική, πέρα από την φυσική τάξη. Κανένας Θεός δεν είχε την ικανότητα να σταματήσει τον χρόνο ή να τον αναγκάσει να γυρίσει πίσω, πολύ περισσότερο να διατάξει την αυθαίρετη λήξη του. Ακόμα και οι Θεοί ήταν ανίκανοι να ξεφύγουν την επίδραση του χρόνου διότι και οι ίδιοι πολλές φορές γνώριζαν τον φυσικό βιολογικό τους τέλος πχ τάφος Δία στην Κρήτη κλπ.

Αιώνες μετά το τέλος της Ελληνικής Αρχαιότητας, ο Ρωμαϊκός Μεσσιανισμός, όπως αυτός παρουσιάστηκε στα τέλη της Δημοκρατίας και εκπληρώθηκε στην εποχή του Αυγούστου, δεν θα μπορούσε να συμπεριληφθεί στους Μεσσιανισμούς θρησκευτικής αλλά πολιτικής φύσεως. Ο Οκταβιανός Αύγουστος ( Gaius Iulius Caesar Octavianus Augustus, 27 π.Χ – 14 μ.Χ) σε καμία περίπτωση δεν ήταν θρησκευτικός ηγέτης αλλά ένας κοσμικός πολιτικός μεγάλου βεληνεκούς. Ο ρόλος του δεν ήταν να εξαγνίσει την Ρώμη από τις αμαρτίες των ανθρώπων αλλά να την σώσει από τους καταστροφικού εμφυλίους πολέμους που το Δημοκρατικό καθεστώς προκαλούσε κατά την σταδιακή αποσάθρωση του. Η τεχνίτη γραμμική θεώρηση της ιστορίας που επιχείρησε στα πλαίσια της σωστικής πολιτικής του δεν εφαρμόστηκε παρά μονάχα στο παρελθόν μίας μόνο πόλης, της Ρώμης χωρίς φυσικά να συμπεριλαμβάνει την υπόλοιπη Οικουμένη. Οι δύο τεράστιες στοές-γλυπτοθήκες στην Σεβαστή αγορά δεν ήταν παρά μία συνοπτική παρουσίαση μίας αδιάλειπτης εξιδανικευμένης συνέχειας της γενεάς του Ιούλιου γένους μέσω μια σειρά ενδόξων και αποκαθαρμένων προγόνων (summi viri) που έφτανε πίσω στο απώτατο παρελθόν και κατέληγε στους θεούς προστάτες της , Άρη και Αφροδίτη. Ο Βιργίλιος, κατόπιν παραγγελίας του Αυγούστου, θα συνθέσει την Αινειάδα με τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετεί την κρατική προπαγάνδα με το να αποδείξει μία αδιάκοπτη γραμμική αλυσίδα αίματος από τον Ομηρικό Αινεία μέχρι να καταλήξει αβίαστα στον Ρωμαίο Αύγουστο. Ο Βιργίλιος βάζει τον Αγχίστη να αναγγέλλει στον Αινεία την άφιξη του Οκταβιανού ο οποίος θα « φέρει τον Χρυσό Αιώνα και πάλι στο Λάτιο» (Βιργίλιος, Αινειάδα, 6,792-794) χωρίς να αναφέρει ή να προβλέπει τι θα γίνει μετά από αυτό. Το γραμμικό αυτό ξεδίπλωμα της ιστορίας που εντέχνως επιχειρείται στο σημείο αυτό αναφέρεται αποκλειστικά στο τοπικό παρελθόν που δεν ξεπερνά το πολύ ένα διάστημα 8 αιώνων, ενώ αφορά ξανά τα στενά γεωγραφικά όρια μία Ιταλικής πόλεως ανάμεσα σε εκατοντάδες άλλα ανθηρά αστικά κέντρα. Κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει πως η ιστορία που παράγγειλε ο Αύγουστος ήταν μια παγκόσμια ιστορία, ενώ το νήμα τη εξιστόρησης θα σταματήσει με την επίτευξη και τον ερχομό του Χρυσού Αιώνα δηλ. στις μέρες δράσεως του Αυγούστου ως Αυτοκράτορα. Σε καμία των περιπτώσεων δεν προοιωνίζει ένα οριστικό τέλος του κόσμου, το παρόν αλλά και το μέλλον θα εξακολουθεί να παραμείνει άχρονο και αδιευκρίνιστο και πεσιμιστικό. Στην πράξη θα αποδειχθεί πως η πόλη της Ρώμης, είτε ως Urbs aeterna είτε μετέπειτα στην εποχή του Ανδριανού ως Roma aeterna δεν θα μπορέσει να δικαιολογήσει την αιωνιότητα της παρά μονάχα 5 αιώνες το περισσότερο. Αν και από παλαιότερες εποχές μπορεί κάποιος να ιχνηλατήσει μία υφέρπουσα τάση για αιωνιότητα της Ρώμης π.χ το «in aeternum urbe condita» του Τribne Canulius ( 445 π.Χ) και το «urbem..in aeternum conditam» του Σκιπίωνα του Αφρικανού (Publius Cornelius Scipio Africanus 236 – 183 π.Χ ) παρόλα αυτά η αιωνιότητα της Ρώμης δεν θα καταστεί στις αντιλήψεις των Ρωμαίων μονάχα στην εποχή του Αυγούστου και των στρατευμένων/μισθοφόρων ποιητών του (« imperium sine fine» Βιργίλιος, Αινειάδα ι, 279, Οβίδιος, Fasti III 72). Προηγουμένως η ιδέα αυτή ήταν δημοφιλής σε αυθόρμητους ποιητικούς και πατριωτικούς λόγους και δεν είχε αποκτήσει την θρησκευτική χροιά που απολάμβανε στους Αυτοκρατορικούς χρόνους και ούτε επίσης είχε ταυτιστεί με την αιωνιότητα των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων των Ιστορικών χρόνων. Αν και στην εποχή του Μαξεντίου (306-312 μ.Χ), στην συνέχεια του Αμμιανού Μαρκελίνου (Ammianus Marcellinus, 330 μ.Χ.- 391 μ.Χ ) και μέχρι τις αρχές του πέμπτου αιώνα με την έκδοση του Θεοδοσιανού Κώδικα ( 438 μ.Χ) η Ρώμη αναφέρεται ως Roma aeterna, αυτό συμβαίνει παρά μονάχα λόγω της δύναμης της συνήθειας, γεγονός είναι πως πολύ πριν την πολιορκία του Αλλάριχου κανείς δεν πίστευε πλέον σοβαρά στην αιωνιότητα της. Ο Ιερώνυμος θα επιτεθεί στην υλική αιωνιότητα της πόλεως της Ρώμης ενώ ο Αυγουστίνος θα χρησιμοποιήσει την φράση του Βιργιλίου «imperium sine fine» για να περιγράψει την Πόλη του Θεού, την Ουράνια και Αιώνια πολιτεία του, η οποία έγινε πραγματικότητα με την σύσταση του κράτους της Εκκλήσίας του Χριστού. Η αιωνιότητα και η έννοια του χρόνου για την Χριστιανικη κοσμοθέαση δεν περιέχει την έννοια του χρόνου όπως αυτή είχε γίνει αντιληπτή από τον Κικέρωνα (De inventione Ι.39), για τους Χριστιανούς η αιωνιότητα είναι ο ίδιος ο Θεός και όχι ο χρόνος, μόνο η υπέρτατη θεότητα δύναται να φέρει την ιδιότητα του άφθαρτου και αιώνιου. Μετά την διάδοση του Ευαγγελίου του Ιωάννη η «Αιώνια ζωή» θα είναι αυτή που θα αρχίσει να αντικαθιστά τον αιώνιο χρόνο στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Τον έκτο αιώνα η Αιώνια Ρώμη ήταν παρελθόν και θα αναβιώσει μια χιλιετία αργότερα κατά την Αναγέννηση στα πλαίσια του Ρομαντικού κινήματος.

Εστιάζοντας στην προβληματική του χρόνου- μέλλοντος από μία άλλη σκοπιά πέρα της πολιτικής-θρησκευτικής έχει πολύ ενδιαφέρον να σταθούμε στον τομέα της οικονομικής πολιτικής. Όπως ειπώθηκε και παραπάνω, η Ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα κινούνταν σε διαστάσεις παρόντος, το μέλλον ήταν ακαθόριστο αφημένο στις παράξενες θελήσεις της Θεάς Τύχης. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι εξέλειπε παντελώς μία γενικευμένη έννοια του οικονομικού προϋπολογισμού όπως νοείται σήμερα. Τα αρχαιολογικά και φιλολογικά στοιχεία δεν δύνανται να στοιχειοθετήσουν αποδείξεις ότι στην αρχαιότητα υπήρχε ένα θεωρητικό πλαίσιο που αποσκοπούσε στην μελλοντική οικονομική προνόηση και προσχεδιασμό (μακροοικονομία). Η κοινή πρακτική των οικονομικών προγραμμάτων στηρίζονταν για αιώνες στην ωμή και άμεση λαφυραγώγηση. H πρώτη απόπειρα εκπόνησης ενός προγράμματος προϋπολογισμού δεν έγινε παρά στα μέσα της Ύστερης Αρχαιότητας όταν οι συνθήκες είχαν ωριμάσει, συγκεκριμένα στις αρχές του τρίτου μ.Χ αιώνα από τον Διοκλητιανό το 301 μ.Χ με την έκδοση του εδίκτου των μέγιστων τιμών « Edictum De pretiis Rerum Venalium». Αν και το διάταγμα αυτό για έναν τακτικό προϋπολογισμό δεν έφερε ουσιαστικές αλλαγές λόγω κυρίως ελλείψεως αποτελεσματικού ελεγκτικού μηχανισμού παραταύτα είναι εμφανή τα πρώτα σπέρματα μίας «κατευθυνόμενης οικονομίας» με γραμμικό προσανατολισμό και φορά. Μια προσπάθεια που θα συνεχιστεί από τον διάδοχο του Κωνσταντίνου με την έκδοση του χρυσού Solidus, πράξη που επιτυγχάνθηκε με το λιώσιμο των χρυσών αφιερωμάτων των Αυτοκρατορικών παγανιστικών Ναών.

Τόσο στην Χριστιανική όσο και στην Εβραϊκή θρησκεία βρίσκουμε έντονα υπερτονισμένη ιστορική συνείδηση και γραμμική αίσθηση του χρόνου, ενός χρόνου ο οποίος πλέον ξεφεύγει από την παροντική διάσταση και κινείται ευθύγραμμα, σε ευθυτενή τροχιά, ξεκινώντας από ένα συγκεκριμένο σημείο εκκίνησης και καταλήγοντας πάλι σε κάποιο συγκεκριμένο τελικό σημείο. Ο χρόνος, σε αντίθεση με την επικρατούσα αίσθηση της άχρονης αρχαιότητας, στην Χριστιανική θρησκευτική αντίληψη δεν απλώνεται απεριόριστα ούτε προς τα πίσω και κυρίως ούτε προς τα μπρος, τουλάχιστον ως την έλευση της Δευτέρας Παρουσίας. Στην Χριστιανική Θεολογία ο χρόνος δεν προϋπάρχει της υπάρξεως του Θεού, αντίληψη που αποτυπώνεται στις διάφορες Εθνικές κοσμογονίες των λαών, αλλά αποτελεί ακόμη μια δημιουργία μια Θεϊκής ύπαρξης που κατοικεί έξω από το χωρόχρονο όντας συνεπώς έξω από την επήρεια του. Οι δείκτες του κοσμικού ρολογιού αρχίζουν και παύουν να κινούνται μονάχα μετά από την εντολή του Θεού, μίας και ο κοσμικός χρόνος ξεκινά με την δημιουργία του Σύμπαντος και τελειώνει την επικείμενη ημέρα της Κρίσης. Σε αυτήν την διάσταση σημασία δεν έχει το «πως» αλλά μονάχα το «πότε», οι περιορισμοί είναι πλέον χρονικής και όχι τροπικής ή τοπικής φύσεως. Η έννοια του άχρονου χρόνου θα αντικαταστεί σταδιακά από την αυτήν του άχρονου Θεού. Η αντίληψη λοιπόν του χρόνου και συνεπώς η έννοια της Ιστορίας τροποποιούνται στους αιώνες που ακολούθησαν μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού ως επίσημης Αυτοκρατορικής λατρείας της Ρώμης. Η σχηματοποιός και η κατευθυντήρια δύναμη στον Χριστιανισμό δεν είναι το τυχαίο και το απροσδόκητο, δεν είναι η άστατη και η απρόβλεπτη Τύχη αλλά το Άγιο πνεύμα το οποίο χαράσσει και προκαθορίζει το ιστορικό γίγνεσθαι. Ο χρόνος όπως και η ιστορία αποκτούν αδιάσπαστη γραμμικότητα και νοηματική συνεκτικότητα.

Η επικράτηση της γραμμικής αντίληψης της ιστορίας δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι έγινε κυρίαρχη κοινή συνείδηση από την μία στιγμή στην άλλη. Μην ξεχνάμε πως στην πλειοψηφία τους οι Χριστιανοί Ιστοριογράφοι (Λακτάνιος, Αμβρόσιος, Τατιανός, Ιουστίνος, Τερτυλλιανός, Κλήμης Αλεξανδρείας) πριν τελικά μεταστραφούν στον Χριστιανισμό ανήκαν σε ανώτερους παγανιστικούς μορφωτικούς κύκλους ή αρκετοί από αυτούς ήταν εμφανώς επηρεασμένοι από τέτοιου είδους κύκλους (π.χ Καππαδόκες Πατέρες). Κατά κοινή ομολογία οι περισσότεροι είχαν ανατραφεί με παγανιστικά ιδανικά και αντιλήψεις. Εκ των πραγμάτων ήταν αδύνατον να απαλλαγούν δια μαγείας από τις Εθνικές πολιτιστικές επιρροές τόσο εύκολα και σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα χωρίς να αφήσουν ίχνη στα έργα τους.

Τα δύο κύρια, καινοφανή για τον Παγανισμό, στοιχεία που προσέδωσαν την νέα αυτή αίσθηση της μονοδιάστατης ροής χρόνου μετά την καθιέρωση του Χριστιανισμού ήταν η αποδοχή της Ιστορικής βάσης των Γραφών και η διαφοροποίηση μεταξύ της Χριστιανικής και Εθνικής ιστορίας. Αυτές οι δύο νέες συνιστώσες που εισήγαγε ο Χριστιανισμός οδήγησαν για πρώτη φορά σε τόση μεγάλη έκταση στην αποδοχή μίας ιδέας που αναφέρονταν σε μια παγκοσμιοποιημένη και ενοποιημένη Ιστορίας του Σύμπαντος και της ανθρωπότητας εν τω συνόλω ως μία προγραμματισμένη διαδικασία που περιλάμβανε πολλά διαδοχικά στάδια ενός ανώτερου Θεϊκού σχεδίου. Η ιδέα αυτή των δύο διαφορετικών Ιστοριών αποκρυσταλλώνεται για πρώτη φορά, έστω και ως προσωπικό ρητορικό σχήμα, στον Αυγουστίνο. Στο έργο του « De Civitate Dei » θα κάνει διαχωρισμό της Ιερής ιστορίας της Ουράνιας Πολιτείας ( “Sacra ή divina historia”, XV.8.9.17,XVI.13,XVII.8,24) και της θνητής ιστορίας της επίγειας φθαρτής Πολιτείας (“ Historia gentium”, X.16,18,XVI.4,8,XVIII.8). Η ιδανική εξαϋλωμένη Πολιτεία για τον Αυγουστίνο, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, θα εγκαταλείψει για πάντα τα ανθρώπινα και τα επίγεια προς χάριν του Ουρανού. Κάθε μία από τις Πόλεις αυτές θα έχει την δικιά της ιστορική διαδρομή στην οποία μπορεί κανείς να διακρίνει μία αρχή, μία ενδιάμεση πορεία και ένα οριστικό τέλος. Οι Πόλεις θα αποκτήσουν για πρώτη φορά μία ευδιάκριτη δική τους αυτόνομη Ιστορία π.χ [« η καταγωγή και η πορεία (excurcus) και το οριστικό τέλος των δύο Πόλεων»( XI,1)] ενώ αλλού θα χρησιμοποιήσει το πρόοδος [procursus(XV.15)] αποφεύγοντας επιδέξια την χρησιμοποίηση της λέξης Historia.

Όπως ήταν αναμενόμενο η τελολογία και η επικείμενη άφιξη ενός αναπόδραστου τέλους επηρέασε τον τρόπο αντίληψης των ανθρώπων για το μέλλον της υπάρξεώς τους. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι παρότι η απαρίθμηση των ετών στον Χριστιανισμό έχει θετικό πρόσημο ο χρόνος για τους πιστούς βιώνετε σε ψυχολογικό επίπεδο αρνητικά , κάτι που συμπίπτει περιέργως με την αντίστοιχη πεσιμιστική αίσθηση του χρόνου στον Παγανισμό. Στην πρώτη περίπτωση η αιτία είναι η έλευση του τέλους των Ημερών ενώ στην δεύτερη η απομάκρυνση από το μυθολογική Χρυσή Εποχή. Αυτό μεταφράζεται στο ότι όσο πιο πολύ απομακρύνεται κάποιος από την αφετηρία δηλ. την δημιουργία του Κόσμου τόσο περισσότερο πλησιάζει προς το τέλος αυτού και την τελική Κρίση. Η Χριστιανική θεολογική εκτίμηση του Ιστορικού χρόνου δίνει στο χωρόχρονο την μορφή σπηλαίου, εγκαθίσταται η αίσθηση του πεπερασμένου, ο χώρος καμπυλώνεται και εγκλωβίζει στις πλευρές του την έκταση του οριζόντιου χρόνου. Υπάρχει μία γνωστή αρχή και ένα άγνωστο αλλά σίγουρο τέλος τοποθετημένο σε ένα απροσδιόριστο μελλοντικό σημείο. Το ότι στους δύο πρώτους αιώνες της χριστιανοσύνης αρκετοί Χριστιανοί αδιαφορούσαν προκλητικά για κάθε πολιτική και κοινωνική δραστηριότητα μπορεί να εξηγηθεί μόνο με την παραδοχή ότι πίστευαν ότι η συντέλεια του κόσμου είναι ήδη πολύ κοντά. Εδώ παρατηρείται το αρχικά οξύμωρο σχήμα ότι ενώ ο Θεός ήταν άχρονος η ανθρώπινη ιστορία είχε αρχή , μέσο και ένα αναπόδραστο τέλος αλλά επιτελούς για πρώτη φορά αποκτά και έναν σκοπό. Ο σκοπός δεν είναι άλλος από την σωτηρίας της ανθρώπινης ψυχής μέσα στο Βασίλειο των Ουρανών και η επίτευξη της εσωτερικής ελευθερίας των ανθρώπων ύστερα από την προσωπική τους ένωση του με τον Θεό.

Η πρώτη βελτιωμένη και συστηματοποιημένη έκδοση της Εκκλησιαστικής ιστορίας θα πραγματοποιηθεί από τον νεοεισερχόμενο στους κόλπους της Χριστιανικής Εκκλησία Ιούλιο τον Αφρικανό ( Sextus Julius Africanus) περίπου στα μέσα του τρίτου αιώνα (περίπου 220 μ.Χ), επί βασιλείας Σεμπτίμιου Σεβήρου, όταν θα συγγράψει την “Χρονογραφία” (Chronografia) του σε πέντε βιβλία. Μία συνθετική ερμηνεία της ιστορίας, απολογητικού τύπου, περιλαμβάνοντας ως πηγές τα έργα του Ιώσηπου, του Μανέθωνα αλλά και Παγανιστών λόγιων. Πολλοί μεταγενέστεροι Απολογητές θα στηριχθούν στο έργο του, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο ολοκληρωμένο έργο-πρότυπο Χριστιανικής Ιστοριογραφίας. Η κλασσική εποχή της Χριστιανικής Ιστορίας έρχεται με τον Ευσέβιο Καισαρείας (260-339 μ.Χ) ο οποίος μεταξύ άλλων πληρούσε τις απαιτήσεις που είχε θέσει ο Πολύβιος για ένα αντικειμενικό ιστορικό, πλατιά γνώση του κόσμου και σύνδεση με το Κράτος. Και στα δύο αυτά ο Ευσέβιος, μολονότι απείχε από το να χαρακτηριστεί ως ιδιοφυία, διακρίνονταν και με το παραπάνω. Μαθητής του Παμφυλίου Καισαρείας και δεξί χέρι του Μ.Κωνσταντίνου στην Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ) όπου και θα ανοίξει την αυλαία προς τιμή του Αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος, ο οποίος θα ζήσει το θρίαμβο της νίκης του Χριστιανισμού και την δόξα της Χριστιανικής Αυτοκρατορικής Εκλησίας, θα ακολουθήσει και θα προεκτείνει την ιδέα του Ωριγένη για την ιστορία ως ένα κεφάλαιο της «Οικονομίας-Πρόνοιας του Θεού», γεγονός που πρόλαβε να βιώσει. Με το «Χρονικό» του θα θέσει για την Χριστιανοσύνη το πλαίσιο της ιστορίας του κόσμου ενώ με το έργο του «Εκκλησιαστική Ιστορία» θα καθιερωθεί ως Πατέρας της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. Γράφει στο κλίμα της εποχής του, όχι ως ιστορικός αλλά ως ιστοριογράφος. Αν και διακρίνεται για την τρομαχτική του πολυμάθεια, το πραγματικό ιστορικό του ένστικτο, την συνείδηση εγκυρότητας των πηγών το ύφος του δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό του Θουκυδίδη. Όπως και όλοι οι Χριστιανοί απολογητές και Ιστορικοί των πρώτων αιώνων δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από την εποχή τους καθώς κληρονόμησαν την αντίληψη της Ιστορίας των παγανιστών της Ύστερης αρχαιότητας , η ιστορία ως αφήγηση. Με τον Ευσέβιο λοιπόν, κρυσταλλώνεται η καθαυτή Εκκλησιαστική γραμμική ιστόρηση της σχολής του Ωριγένη, που ξεκινά από τα αρχαία φανταστικά βασίλεια της Παλαιάς Διαθήκης, συνεχίζει με την Ελληνική και Ρωμαϊκή Ιστορία και καταλήγει σε ένα μελλοντικό ακαθόριστο χρονικά τέλος με την Δευτέρα παρουσία ως αποκορύφωμα της πορεία αυτής. Έτσι λοιπόν στα έργα του, ΄΄Ευαγγελική προπαρασκευή’’, ‘΄Ευαγγελική απόδειξις’’ και ‘’Χρονικόν’’ υπερασπίζεται την άποψη ότι όλη η ιστορία πριν την έλευση του Ιησού δεν ήταν παρά μία προετοιμασία της επικείμενης έλευσης Του. Στα «Χρονικά» του μπορεί κάποιος να διακρίνει την τέλεια αντανάκλαση της Ωριγενικής αντίληψης της ιστορίας, η Ιστορία ως απόδειξη του Θεού. Η Τύχη (Fortuna) και το ευμετάβλητο της, ως αποκλειστικός κινητήριος παράγοντας του ιστορικού γίγνεσθαι, κάτι που αποτελούσε κοινή και αποδεχτή πεποίθηση για μία περίοδο τουλάχιστον έξι αιώνων ( 300 π.Χ-300μ.Χ) στον κόσμο του Ευσέβιου δεν έχει την αρμόζουσα θέση. Τα πάντα καθορίζονται από τον Θεό, ακόμα και η ίδια η Τύχη!! Το αποσπάσμα από Τις Πράξεις Αποστόλων « Δεν είναι για κανένα μας να γνωρίζουμε τον χρόνο ή την εποχή, που ο Πατέρας έχει θέσει στην δυναμή του» (Πρ. 1:7) που τοποθέτησε στην εισαγωγή των Χρονικών δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας. Σπουδαιότεροι συνεχιστές του είναι ο Γελάσιος Καισαρείας, ο Σωκράτης ο Σχολαστικός (380-439), ο Σωζόμενος (324-439),ο Θεοδώρητος Κύρου (325-428),ο Κασσιόδωρος (490-583),ο Γελάσιος Κυζικός (575-600) και ο Ευάγριος ο Σχολαστικός(431-594).Οι παραπάνω Χριστιανοί λόγιοι ξεκινούν μία προσπάθεια συγγραφής της υπόλοιπης ιστορίας κάτω από το πρίσμα της νέας πίστης, ορμώμενοι από την ορθότητα της πεποίθησης τους ότι πλέον ο κόσμος βαδίζει σε άλλη διάσταση, αυτή του Χριστού. Ο Χριστιανισμός πέτυχε να γίνει ο ίδιος η παγκόσμια ιστορία.

Έτσι λοιπόν το νέο ξεκίνημα της ανθρώπινης Ιστορίας, η απαρχή της νέας χρονολόγησης καθορίζεται από την γέννηση του Σωτήρα Ιησού. Εκείνη ακριβώς την στιγμή η ιστορία τέμνεται στα δύο, η γέννηση του Ιησού, η ενσάρκωση του σε υλικό σώμα, αποτελεί το ιστορικό ορόσημο, την αφετηρία για μία νέα Χριστιανική ανθρωπότητα. Από εκείνη την στιγμή ο χρόνος αρχίζει να κυλά διαφορετικά καθώς υπηρετεί το Θεϊκό σχέδιο, ίσως πιο ελπιδοφόρα για την μικρή εκείνη μερίδα των ευσεβών πιστών μα συνάμα πιο γοητευτικά μοιρολατρικά για την ιστορία, μίας που το οριστικό και αναπόδραστο τέλος είναι αδύνατο να αποφευχθεί. Οι κοσμικές συμβάσεις του αρχαίου κόσμου για την απαρχή μέτρησης της χρονολογίας καταργούνται, οι χρονολογίες παύουν πλέον να υπολογίζονται με βάση κοινωνικά ή πολιτειακά ορόσημα ( κοσμικές αφετηρίες) όπως Ολυμπιακοί Αγώνες και θεμελιώσεις ένδοξων πόλεων (Ρώμης). Μετά την επέμβαση του Θεού στο ιστορικό γίγνεσθαι, τα ημερολόγια τροποποιούνται δραματικά, προσαρμόζονται ώστε να συμφωνούν με διάφορα θρησκευτικά δρώμενα και θαυματουργές ιστορικού τύπου θεοφάνειες οι οποίες γίνονται ορόσημα και αφετηρίες. Μετά την Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ) πολλοί Χριστιανοί Πατέρες, στα πλαίσια της προσπάθειας τους για μία Βιβλική καταγραφή της Παγκόσμιας ιστορίας, θα αποπειραθούν να προσδιορίσουν χρονικά το επακριβές έτος γεννήσεως του Χριστού. Μέχρι τα χρόνια του Διοκλητιανού ( Gaius Aurelius Valerius Diocletianus, 244- 311 μ.Χ ) οι Χριστιανοί Πατέρες αναφέρονταν απροσδιόριστα στους δύο πρώτους μεταχριστιανικούς αιώνες με την ονομασία «εποχή των Μαρτύρων». Ο Κλήμης Αλεξανδρείας θα γράψει «Ο Κυριός μας γενήθηκε στο 28ο έτος της βασιλείας του Αυγούστου» (Στρωματείς,Βιβλίο Ι,κεφ XXI) ενώ ο Θεόφιλος Αλεξανδρείας ( 380 μ.Χ) θα τοποθετήσει την Σταύρωση του Ιησού το 36 Αnno Christi δηλ. το τριακοστό τρίτο έτος της ηγεμονίας του Αυγούστου. Στην πόλη της Ρώμης το ημερολόγιο θα μετατραπεί περίπου στα μέσα του πέμπτου αιώνα, λαμβάνοντας ως ιστορικά θέσφατα τα κείμενα των Γραφών. Στις 25 Μαρτίου του 448 θα εγγραφεί ο θάνατος του Χριστού (Christus passus est hoc die) ενώ στις 27 του ιδίου μήνα η Ανάσταση του Κυρίου (ressurectio). Τελικά ο Διονύσιος ο Εξηγητής τον πέμπτο αιώνα θα τοποθετήσει την χρονολογία μηδέν του Χριστιανικού ημερολογίου το έτος 754 μετά κτήσεως Ρώμης, μία χρονολογία που θα γίνει καθολικά αποδεχτή από όλους τους συγχρόνους του Πατέρες στην Σύνοδο της Χαλκηδόνας( 451).

Η Χριστιανική Εκκλησία λοιπόν, αντί αφηρημένων ιδεών στο κέντρο της τοποθέτησε ένα ιστορικό πρόσωπο και τον κατέστησε το απόλυτο και μοναδικό γεγονός. Η ενατένηση του Χριστού επικεντρώνεται στο μέλλον της ιστορίας, γίνεται ο ίδιος το μέλλον και η ιστορία, διακηρύσσει με βεβαιότητα πως όταν όλα τα άλλα στο κόσμο αυτόν θα έχουν εξαφανιστεί θα είναι ο μόνος που θα στέκεται στο ιστορικό προσκήνιο: «Ο ουρανός και η γη θα παρέλθουν, οι λόγοι μου όμως δεν θα παρέλθουν» (κατά Ματθαίον 24:35). Ο Χριστός εμφανίστηκε με σάρκα και οστά ανάμεσα στους ανθρώπους ως ενσάρκωση του Λόγου. Η εμφάνιση αυτή που έλαβε χώρα σε πραγματικό ιστορικό χρόνο, η παρουσία του από την αρχή συνδέθηκε με πραγματικούς τόπους και αληθοφανή ονόματα, δεν υπήρξε ένας ακόμη θνήσκον θεός του απώτατου παρελθόντος ενώ ο βίος του ξεπερνούσε σε δραματικότητα και αληθοφάνεια την πληθώρα των νεκρικών και αναστάσιμων αναπαραστάσεων των παλαιών Θεών. Εγκατέλειψε τους Ουρανούς και την θεϊκή του φύση για να αποκτήσει ανθρώπινα σάρκα και οστά, [«Θεός εφανερώθη εν σαρκί» (Α’ Τιμ. γ’16)] ώστε με την ενανθρώπιση του αυτή να μπορέσει να λάβει μέρος στο ανθρώπινο γίγνεσθαι και να παρέβει δυναμικά στο σκηνικό της ανθρώπινης ιστορίας αλλάζοντας την για πάντα. Ο Ιησούς παρόλο τις δύο σχεδόν χιλιετίες που πέρασαν ποτέ δεν κινδύνευσε να ενσωματωθεί στην σφαίρα του μύθου και συνεπώς να απομυθοποιηθεί σταδιακά από την απομυθοποιητική φαντασία των ίδιων των οπαδών, όπως έγινε εν καιρώ με τους εθνικούς θεούς των Ελλήνων.

Μετά τον Μεγάλο Κωνσταντίνο ο κλήρος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορικής Εκκλησίας του Χριστού περιβάλλεται με κοσμικές δικαιοδοσίες αντιγράφοντας με επιτυχία προηγούμενες κοσμικές διοικητικές και ιεραρχικές δομές, είναι λοιπόν σε θέση να επεμβαίνει δυναμικά, να αναπτύσσει αυτόνομη ισχύ και να διατηρεί ισχυρή οικονομική δύναμη. Ο ιστορικός ρόλος της Εκκλησίας του Χριστού είναι πλέον να οδηγήσει το σύνολο των πιστών με σιγουριά από το παρόν στο μέλλον μέχρι την ημέρα της Κρίσεως , όπου και η Βασιλεία των Ουρανών θα επιτευχθεί.

Kατσίκης Δημήτρης
Νοέμβριος 2014
Αθήνα